Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κομίατον — κομίατον, τὸ (Α) άδεια απουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. commeatus «άδεια απουσίας» < ρ. commeo «μεταβαίνω»] … Dictionary of Greek
κομιάτων — κομίατον commeatus neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)